- ηδελφισμένως
- ἠδελφισμένως (Α)επίρρ.1. με αδελφική ομοιότητα2. μτφ. ομοίως, ακριβώς, με όμοιο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. ηδελφισμένος τού αδελφίζω*].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἠδελφισμένως — ἀδελφίζω adopt as a brother perf part mp masc acc pl (attic epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)